- αιματοποτίζω
- μετ. поливать кровью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιματοποτίζω — ποτίζω με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + ποτίζω. ΠΑΡ. αιματοπότιστος] … Dictionary of Greek
αιματοπότιστος — η, ο [αιματοποτίζω] 1. ο ποτισμένος με αίμα 2. αυτός που αποκτήθηκε ή εξασφαλίστηκε ή αυξήθηκε με σκληρές θυσίες («το αιματοπότιστο δέντρο τής ελευθερίας») … Dictionary of Greek